ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εγκέφαλος (ο) brain
εγκεφαλική βλάβη (η) brain damage
εγκεφαλική κυριαρχία (η) cerebral dominance
εγκιβωτίζω embed
εγκιβωτισμένη πρόταση (η) embedded clause
Εγκιβωτισμένη ερώτηση (η) embedded question
Εγκιβωτισμένη ερώτηση (η) embedded question
εγκιβωτισμένα εισαγωγικά (τα) embedded quotes
εγκιβωτισμένη πρόταση embedded sentence
εγκεφαλική αύλακα sulcus