ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξισωτική γραμματική (η) equational grammar
εξισωτική πρόταση (η) equational sentence
εξισωτικό ρήμα (το) equative / equational verb
εξηγητική (η) exegesis
Εξιδανικευμένο Γνωσιακό Μοντέλο (το) ICM
εξιδανικευμένος,-η,-ο idealised
εξιδανικευμένο γνωσιακό μοντέλο (το) idealised cognitive model (ICM)
εξιδανίκευση (η) idealization
εξιδανικεύω idealize
εξίσωση φασματικού τόπου (η) locus equation