ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εκπνευστικός,-ή,-ό | egressive |
εκπνευστικός φθόγγος | egressive sound |
έκπτωση ισοδύναμης ΟΦ | equi NP deletion |
έκπτωση ισοδύναμης ΟΦ | equi-NP deletion |
εκπνοή (η) | expiration |
εκπνοϊκό | explosive |
Έκταση (η), διεύρυνση (η), επέκταση (η) | extension |
έκταση / εκτασιακή σημασία (η) | extensional meaning |
έκταση (η) | lengthening |
έκταση ανοιχτής συλλαβής (η) | open syllable lengthening |