ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εγχειρίδιο χρήσης λεξικού (το) | dictionary workbook |
εγωκεντρικός-ή-ό | egocentric |
εγωκεντρική γλώσσα (η) | egocentric language |
εγωκεντρικό συγκεκριμένο (το) | egocentric particular |
Εγωκεντρική ομιλία (η) | egocentric speech |
Εγωκεντρική ομιλία (η) | Egocentric speech |
εγχειρίδιο χρήσης (το) | manual |
έγχρονος | tensed |
Έγχρονος-η-ο, Με χρόνο | tensed |
έγχρονος τύπος (ο) | tensed form |