ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διαφυλλίζω | browse |
| διαφύλλιση (η) | browsing |
| διαφώνημα | diaphone |
| διαφωνία (η) | disagreement |
| Διαφωτισμένη ιδιοτέλεια (η) | enlightened self-interest |
| διαφωνηεντικός,-ή,-ό | intervocalic |
| διαφωνηεντικό μεταξύ φωνηέντων (το) | intervocalic between vowels |
| διαφωνηεντική ηχηροποίηση (η) | intervocalic voicing |
| διαχείριση ορολογιών (η) | management of terminologies |
| διαφραστική ανάλυση (η) | transphrastic analysis |