ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διαχείριση σχολικής τάξης (η) | classroom management |
| διαχρονικά λεξικά | diachronic dictionaries |
| διαχρονική κατανομή | diachronic distribution |
| διαχρονική πληροφορία (η) | diachronic information |
| διαχρονική γλωσσολογία | diachronic linguistics |
| διαχρονική γλωσσολογία | diachronic linguistics |
| διαχρονία | diachronie |
| διαχρονία (η) | diachrony |
| διαχέω / διαχέομαι | fuse |
| διαχρονική μέθοδος (η) | longitudinal method |