ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διαφοροποιημένη αναπαραγωγή (η) altered replication
διάφραγμα  diaphragm
διαφοροποιητικός-ή-ό distinctive
διαφοροποιητική αντίθεση (η) distinctive opposition
διαφοροποιητικές αντιθέσεις distinctive oppositions
διαφοροποιητικότητα (η) distinctiveness
διαφοροποιητικό στοιχείο (το) distinguisher
διαφοροποιητής (ο) distinguisher
Διαφοροποιητικό στοιχείο (το), διαφοροποιητής (ο) distinguisher
διαφοροποίηση diversification