ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διαφοροποιημένη αναπαραγωγή (η) | altered replication |
διάφραγμα | diaphragm |
διαφοροποιητικός-ή-ό | distinctive |
διαφοροποιητική αντίθεση (η) | distinctive opposition |
διαφοροποιητικές αντιθέσεις | distinctive oppositions |
διαφοροποιητικότητα (η) | distinctiveness |
διαφοροποιητικό στοιχείο (το) | distinguisher |
διαφοροποιητής (ο) | distinguisher |
Διαφοροποιητικό στοιχείο (το), διαφοροποιητής (ο) | distinguisher |
διαφοροποίηση | diversification |