ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διάρθρωση articulation
Διάσπαση1 (η) cleavage
διαρκής continuant (cont)
διαρκείας/Εξακολουθητικός-ή-ό continuous
διασαφηνίζω disambiguate
διασκόρπιση γλωσσών (η) dispersal of languages
Διασκόρπιση (η) dispersion
διάρκεια (η) duration
διαρκής,-ης,-ες durative (dur, DUR)
Διάσπαση2 (η) splitting