ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διάρθρωση | articulation |
Διάσπαση1 (η) | cleavage |
διαρκής | continuant (cont) |
διαρκείας/Εξακολουθητικός-ή-ό | continuous |
διασαφηνίζω | disambiguate |
διασκόρπιση γλωσσών (η) | dispersal of languages |
Διασκόρπιση (η) | dispersion |
διάρκεια (η) | duration |
διαρκής,-ης,-ες | durative (dur, DUR) |
Διάσπαση2 (η) | splitting |