ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διασταυρούμενη εξάρτηση (η) crossed dependency
διασταύρωση (η) crossover
διασταύρωση crossover
διασταύρωση (η) cross-over
διασταυρωτικά φαινόμενα (τα) crossover phenomena
διασταυρούμενη-σειριακή εξάρτηση (η) cross-serial dependency
διαστάσεις της λεξικής σημασίας (οι) dimensions of lexical meaning
διασπαστικότητα (η) interruptability
διασπασμένος,-η,-ο split
διασταύρωση τόξων (η) tangling