ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διασταυρούμενη εξάρτηση (η) | crossed dependency |
| διασταύρωση (η) | crossover |
| διασταύρωση | crossover |
| διασταύρωση (η) | cross-over |
| διασταυρωτικά φαινόμενα (τα) | crossover phenomena |
| διασταυρούμενη-σειριακή εξάρτηση (η) | cross-serial dependency |
| διαστάσεις της λεξικής σημασίας (οι) | dimensions of lexical meaning |
| διασπαστικότητα (η) | interruptability |
| διασπασμένος,-η,-ο | split |
| διασταύρωση τόξων (η) | tangling |