ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διασυνδετισμός (ο) | connectionism |
| διασυνδετικός-ή-ό | connectionist |
| διασυνδετικό δίκτυο | connectionist network |
| διασύστημα | diasystem |
| διαστρωμάτωση (η) | layer |
| διαστρωμάτωση | strata |
| Διαστρωμάτωση2 (η) | stratification |
| διαστρωματικός-ή-ό | stratificational |
| Διαστρωματική γραμματική (η) | stratificational grammar |
| διαστρωματική δειγματοληψία (η) | stratified sample |