ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διασυνδετισμός (ο) connectionism
διασυνδετικός-ή-ό connectionist
διασυνδετικό δίκτυο connectionist network
διασύστημα diasystem
διαστρωμάτωση (η) layer
διαστρωμάτωση strata
Διαστρωμάτωση2 (η) stratification
διαστρωματικός-ή-ό stratificational
Διαστρωματική γραμματική (η) stratificational grammar
διαστρωματική δειγματοληψία (η) stratified sample