ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διασπασμένο ηγούμενο στοιχείο/σημείο (συν)αναφοράς (το) | split antecedent |
| διασπασμένο ηγούμενο στοιχείο/σημείο (συν)αναφοράς (το) | split antecedent |
| διασπασμένη εργαστική (η) | split ergative |
| διασπασμένη εργαστικότητα | split ergativity |
| διασπασμένη ευρετηρίαση (η) | split indexing |
| Διασπασμένο απαρέμφατο (το) | split infinitive |
| Διασπασμένο απαρέμφατο (το) | split infinitive |
| διασπασμένη μορφολογία (η) | split morphology |
| διασπασμένη αντικειμενικότητα (η) | split objectivity |
| διασπασμένο αμετάβατο (το) | split-intransitive |