ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διαπιστωτικός-ή-ό constative
διαπιστωτικό εκφώνημα (το) constative utterance
διαπιστωτικά (τα) (εκφωνήματα) constatives
διαπολιτισμική πραγματολογία cross-cultural pragmatics
διαπροσωπικός,-ή,-ό interpersonal
διαπροσωπική λειτουργία (η) interpersonal function
διαπροτασιακή σχέση (η) inter-sentence relation
διαπραγματευση (η) negotiation
διαπραγματευση της σημασίας (η) negotiation of meaning
διαπηδώ percolate