ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διαπιστωτικός-ή-ό | constative |
διαπιστωτικό εκφώνημα (το) | constative utterance |
διαπιστωτικά (τα) (εκφωνήματα) | constatives |
διαπολιτισμική πραγματολογία | cross-cultural pragmatics |
διαπροσωπικός,-ή,-ό | interpersonal |
διαπροσωπική λειτουργία (η) | interpersonal function |
διαπροτασιακή σχέση (η) | inter-sentence relation |
διαπραγματευση (η) | negotiation |
διαπραγματευση της σημασίας (η) | negotiation of meaning |
διαπηδώ | percolate |