ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διανομή (η) | allocation |
| διαναφορά | cross-reference |
| διαμορφωτής (ο) | formant |
| διαμορφωτική αξιολόγηση (η), ενδιάμεση αξιολόγηση (η), σταδιακή αξιολόγηση (η) | formative evaluation |
| διαμορφωτική δοκιμασία (η), διαμορφωτικός έλεγχος (ο), διαμορφωτικό τεστ (το) | formative test |
| διαμορφωτής (ο) | formator |
| διαμόρφωση των χεριών (η) | hand configuration |
| διαμορφωτής (ο) | modem |
| διαμόρφωση θεωριών | theory building |
| διανυσματική κβάντιση | vector quantization |