ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διανομή (η) allocation
διαναφορά cross-reference
διαμορφωτής (ο) formant
διαμορφωτική αξιολόγηση (η), ενδιάμεση αξιολόγηση (η), σταδιακή αξιολόγηση (η) formative evaluation
διαμορφωτική δοκιμασία (η), διαμορφωτικός έλεγχος (ο), διαμορφωτικό τεστ (το) formative test
διαμορφωτής (ο) formator
διαμόρφωση των χεριών (η) hand configuration
διαμορφωτής (ο) modem
διαμόρφωση θεωριών theory building
διανυσματική κβάντιση  vector quantization