ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διαλυτικά (τα) | diaeresis |
| διάλεκτος του Παρισιού | dialecte de l' île de France |
| διάλογος (ο) | dialogue |
| διαλογικό επίπεδο | dialogue level |
| διαλογικό σύστημα (το) | dialogue system |
| διαλεξικός,-ή,-ό | interlexical |
| διάλεκτος του εμπορίου (η) | trade jargon |
| διαλογικό κόρπους TRAINS (το) | TRAINS Dialogue Corpus |
| διαλυτικά (τα) | trema |
| Διαλυτικά μεταφωνίας (τα), ουμλάουτ | umlaut |