ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διαλυτικά (τα) diaeresis
διάλεκτος του Παρισιού dialecte de l' île de France
διάλογος (ο) dialogue
διαλογικό επίπεδο dialogue level
διαλογικό σύστημα (το) dialogue system
διαλεξικός,-ή,-ό interlexical
διάλεκτος του εμπορίου (η) trade jargon
διαλογικό κόρπους TRAINS (το) TRAINS Dialogue Corpus
διαλυτικά (τα) trema
Διαλυτικά μεταφωνίας (τα), ουμλάουτ umlaut