ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διαλεκτικός άτλας dialect atlas
διαλεκτικός δανεισμός (ο) dialect borrowing
διαλεκτικό σύνορο dialect boundary
Διαλεκτικό συνεχές (το) dialect continuum
Διαλεκτικό συνεχές (το) dialect continuum
διαλεκτικός σχηματισμός (ο) dialect formation
διαλεκτικός αναλογικός σχηματισμός dialect leveling
διαλεκτικός χάρτης dialect map
διαλεκτικός,-ή,-ό dialectal
Διαλεκτικός-ή-ό perlocutionary