ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
Διακρότημα (το), κρούση (η) beat
διακύμανση contour
διακριτικός diacritics
διακριτικότητα των στοιχείων discreteness of elements
διακριτικό χαρακτηριστικό distinctive feature
διακριτότητα (η) distinctiveness
διακύμανση (η) fluctuation
διακύμανση τονικού ύψους (η) pitch contour
διακύμανση δυναμικού τόνου stress contour
διακύμανση variance