ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διαλεκτική περιοχή | dialect area |
Διαλεκτική αλυσίδα (η) | dialect chain |
διαλεκτικό κόρπους (το) | dialect corpus |
Διαλεκτική γεωγραφία (η) | dialect geography |
διαλεκτική γεωγραφία | dialect geography |
διαλεκτική λεξικογραφία (η) | dialect lexicography |
διαλεκτική μίξη (η) | dialect mixing |
διαλεκτική (η) (τέχνη) | dialectic |
διαλεκτική πράξη (η) | perlocutionary act |
διαλεκτικό αποτέλεσμα (το) | perlocutionary effect |