ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δεσμευτική κατηγορία (η) blocking category
δεσμευσιμότητα (η) boundedness
δεσμευτικός κόμβος (ο) bounding node
δέσμευση κλιτικού clitic bounding
δεσμευτικός,-ή,-ό commissive
δεσμευτική (η) (λεκτική πράξη) commissive
δεσμευτική κατηγορία (η) commissive category
δέσμευση ελέγχου control bounding
δέσμευση κενής κατηγορίας empty category binding
δέσμευση γενίκευσης (η) generalisation commitment