ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| δεσμευμένα από αρθρωτή χαρακτηριστικά (τα) | articulator bound features |
| δεσμευμένoς-η-ο από αρθρωτή χαρακτηριστικό | articulator-bound feature |
| δεσμευμένη αναφορά/αναφορικότητα/αναπομπή (η) | bound anaphora |
| δεσμευμένο μόρφημα (το) | bound morpheme |
| δεσμευμένες πιθανότητες (οι) | bound probabilities |
| δεσμευμένο αντωνυμικό στοιχείο (το) | bound pronoun |
| δεσμευμένη μεταβλητή (η) | bound variable |
| δεσμευμένοι πόδες (οι) | bounded feet |
| Δεσμευμένος πόδας (ο) | bounded foot |
| δεοντολογία (η) | ethics |