ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δεοντικός-ή-ό deontic
δεοντική λογική (η) deontic logic
δεοντική τροπικότητα deontic modality
δεξιότητες χρήσης λεξικού (οι) dictionary skills
δεξιότητες χρήσης λεξικού (οι) dictionary-using skills
δεξιά συστάδα (η) right wrap
δεξιάς κεφαλής right-headed
δεξιότητες (οι), ικανότητες (οι) skills
δεξιότροπες κάθετοι (οι) slanted brackets
δεξιότητες μελέτης (οι) study skills