ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Δενδρικός-ή-ό | arboreal |
| Δενδρικός-ή-ό | arboreal |
| δενδρικό πλέγμα (το) | arboreal grid |
| δένδρο απόφασης | decision tree |
| δένδρο εξάρτησης | dependency tree |
| Δενδρική Τράπεζα των Λάνκαστερ-Ληντς (η) | Lancaster – Leeds Treebank |
| δένδρο συντακτικής ανάλυσης (το) | parse tree |
| Δενδρική Τράπεζα του Πενν (η) | Penn Treebank |
| δένδρο (το) | tree |
| Δενδρική φωνολογία (η) | tree-only phonology |