ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
Δενδρικός-ή-ό arboreal
Δενδρικός-ή-ό arboreal
δενδρικό πλέγμα (το) arboreal grid
δένδρο απόφασης decision tree
δένδρο εξάρτησης dependency tree
Δενδρική Τράπεζα των Λάνκαστερ-Ληντς (η) Lancaster – Leeds Treebank
δένδρο συντακτικής ανάλυσης (το) parse tree
Δενδρική Τράπεζα του Πενν (η) Penn Treebank
δένδρο (το) tree
Δενδρική φωνολογία (η) tree-only phonology