ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βαθμίδα Ο (η) o-grade
βρεφική λέξη (η) nursery word
βρεφικός σχηματισμός (ο) nursery formation
Βορειοδυτική Καυκασιανή (η) (γλώσσα) North-West Caucasian
βορειοανατολική Καυκασιανή (η) (γλώσσα) North-East Caucasian
Βόρεια Γερμανική (η) (γλώσσα) North Germanic
Βιρμανικά (τα) MY
βελτίωση (η) melioration
βιβλιοθήκη αριστουργημάτων (η) masterpiece library
βαθυ περατό φίλτρο (το) low-pass filter