ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βαθμός (ο) | rank |
βαθμολογική διάταξη (η) | rank ordering |
βαθμολογική κλίμακα (η), κλίμακα διαβάθμισης/εκτίμησης (η) | rating scale |
βιβλίο αναφοράς | reference book |
βάση δεδομένων αναφοράς | reference database |
βάση (της γλώσσας) | root |
βαθμολογία, αποτέλεσμα | score |
βαθμολόγηση (η) | scoring |
βραχύς-εία,-ύ(φθόγγος) | short |
βραχέα συστατικά | short components |