ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βαθμός (ο) rank
βαθμολογική διάταξη (η) rank ordering
βαθμολογική κλίμακα (η), κλίμακα διαβάθμισης/εκτίμησης (η) rating scale
βιβλίο αναφοράς reference book
βάση δεδομένων αναφοράς reference database 
βάση (της γλώσσας) root
βαθμολογία, αποτέλεσμα score
βαθμολόγηση (η) scoring
βραχύς-εία,-ύ(φθόγγος) short
βραχέα συστατικά short components