ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βασικός τύπος (ο) | base form |
βασικός-ή-ό | basic |
βασικός εναλλάκτης (ο) | basic alternant |
Βασικός τύπος (ο) | basic form |
βασικός τύπος (ο) | basic form |
βασιλεκτικός-ή-ό | basilectal |
βασικόλεξιλόγιο | core vocabulary |
βασικός,-ή,-ό | default |
βασικός-ή-ό, τυπικός-ή-ό, Ουδέτερος-η-ο, εξ ορισμού | default |
βασικός συλλογισμός (ο) | default reasoning |