ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βασικό πεδίο (το) | basic domain |
Βασικό επίπεδο (το) | basic level |
βασικό λεξιλόγιο (το) | basic vocabulary |
βασικό επίπεδο (το) | basis level |
βασικό λεξικό (το) | elementary dictionary |
βασικό/στοιχειώδες δένδρο (το) | elementary tree |
βασικό πλαίσιο αναφοράς (το) / επίγειο πλαίσιο αναφοράς (το) | ground-based reference frame |
βασικό λεξικό (γραφείου) (το) | standard (desk) dictionary |
βασικό πρότυπο | standard model |
βασικό πρότυπο (το) | Standard model |