ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Α (άρθρο) | Art (article) |
α με διαλυτικά μεταφωνίας (το) | a-umlaut |
α πάνω στο α (το) | a-over-a |
Αδέσμευση (η) | A-bounding |
ακολουθία διδύμων (η) | geminate sequence |
αναπτύςσομαι | be expanded |
ανώμαλος-η-ο | irregular / anomalous |
Α-αλυσίδα (η) | A-chain |
Α-δεσμευμένος-η-ο | A-bound |
α-δέσμευση / αναφορική δέσμευση σε θέση ορίσματος) /αναφορική δέσμευση σε οργανική θέση (η) | a-binding |