ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ανυψωμένο (φωνήεν) (το) | raised |
| ανύψωση (η) | raising |
| ανυψωμένο ρήμα (το) | raising verb |
| αναλογική κλίμακα (η) | ratio-scale |
| ακατέργαστο/απλό κόρπους (το) | raw corpus |
| ακατέργαστος/αστάθμιστος βαθμός (ο) | raw score |
| αναγνωσιμότητα (η) | readability |
| αναγνώστης (ο) | reader |
| αναγνωστική προσέγγιση (η) | reading approach |
| αναγνωστικό λεξιλόγιο (το) | reading vocabulary |