ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αντικείμενο (το) object
αντικείμενο δυναμικό (το) object dynamic (al)
αντικείμενο άμεσο (το) object immediate
αντικείμενο σύγκρισης (το) object of comparison
αντικείμενο του αποτελέσματος (το) object of result
αντικειμενικός,-ή,-ό objective
αντικειμενική (γενική) (η) objective
αντικειμενική πτώση (η) objective case
αντικειμενική ερμηνεία (η) objective construal
αντικειμενική δεοντική (η) objective deontic