ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αντικείμενο (το) | object |
| αντικείμενο δυναμικό (το) | object dynamic (al) |
| αντικείμενο άμεσο (το) | object immediate |
| αντικείμενο σύγκρισης (το) | object of comparison |
| αντικείμενο του αποτελέσματος (το) | object of result |
| αντικειμενικός,-ή,-ό | objective |
| αντικειμενική (γενική) (η) | objective |
| αντικειμενική πτώση (η) | objective case |
| αντικειμενική ερμηνεία (η) | objective construal |
| αντικειμενική δεοντική (η) | objective deontic |