ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
ανυψωμένο (φωνήεν) (το) raised
ανύψωση (η) raising
ανυψωμένο ρήμα (το) raising verb
αναλογική κλίμακα (η) ratio-scale
ακατέργαστο/απλό κόρπους (το) raw corpus
ακατέργαστος/αστάθμιστος βαθμός (ο) raw score
αναγνωσιμότητα (η) readability
αναγνώστης (ο) reader
αναγνωστική προσέγγιση (η) reading approach
αναγνωστικό λεξιλόγιο (το) reading vocabulary