ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

61 results
Greek Term English Term
ψυχοφυσικός (ο) psychophysicist
ψυχολογία της γλώσσας (η) psychology of language
ψυχολογικά πραγματικός-ή-ό psychologically real
ψυχολογικό υποκείμενο (το) psychological subject
Ψυχολογική πραγματικότητα (η) psychological reality
Ψυχολογική πραγματικότητα (η) psychological reality
ψυχολογικό αντικείμενο (το) psychological object
ψυχολογική γλωσσολογία (η) psychological linguistics
ψυχολογική απόσταση (η) psychological distance
Ψυχογλωσσολογία psycholinguistics