ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
Τζελτάλ (η) (γλώσσα) Tzeltal
τυπολογία (η) typology
τυπολογική γλωσσολογία (η) typological linguistics
τυπολογική αρμονία typological harmony
τυπολογική κατάσταση typological conditioin
τυπολογική σύγκριση typological comparison
τυπολογική αλλαγή (η) typological change
τυπολογικός,-ή,-ό typological
τυπογραφία (η) typography
τυπογραφική παρουσίαση (η) typographic(al) display