ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
Ο (όνομα) (το) N (v. noun)
Ο (όρισμα) Α (argument)
οδηγός (ο) guide
οδηγός (ο) guidebook
οδηγός αγοράς (ο) bying guide
οδηγός αγοράς λεξικού (ο) dictionary buying guide
οδηγός για τον χρήστη user’s guide
οδηγός χρήσης (ο) usage guide
οδοντικά κλειστά dental stops
οδοντικό σύμφωνο dental consonant