ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ο (όνομα) (το) | N (v. noun) |
Ο (όρισμα) | Α (argument) |
οδηγός (ο) | guide |
οδηγός (ο) | guidebook |
οδηγός αγοράς (ο) | bying guide |
οδηγός αγοράς λεξικού (ο) | dictionary buying guide |
οδηγός για τον χρήστη | user’s guide |
οδηγός χρήσης (ο) | usage guide |
οδοντικά κλειστά | dental stops |
οδοντικό σύμφωνο | dental consonant |