ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εγκλεισμός (ο) inclusion
Εγκλεισμός (ο) inclusion
Εγκλεισμός (ο) inclusion
εγκλειστική γλώσσα (η) inclusive language
εγκλειστικός πληθυντικός first plural inclusive
εγκλειστικός,-η,-ο inclusive
εγκλείω include
εγκληματική πράξη (η) criminality
εγκληματική πράξη σχετική με λεξικά (η) dictionary criminality
εγκληματολογική γλωσσολογία (η) forensic linguistics