ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εγκληματική πράξη (η) | criminality |
| εγκληματική πράξη σχετική με λεξικά (η) | dictionary criminality |
| εγκλειστικός πληθυντικός | first plural inclusive |
| εγκληματολογική γλωσσολογία (η) | forensic linguistics |
| εγκλείω | include |
| εγκλεισμός (ο) | inclusion |
| Εγκλεισμός (ο) | inclusion |
| Εγκλεισμός (ο) | inclusion |
| εγκλειστικός,-η,-ο | inclusive |
| εγκλειστική γλώσσα (η) | inclusive language |