ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ΕΦ επιθετική φράση (η) | AP (adjective phrase) |
| εφαρμοσιμότητα (η) | applicability |
| εφαρμόσιμος,-η,-ο | applicable |
| εφαρμογή (η) | application |
| εφαρμογή της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένου (η) | applications of corpus linguistics |
| εφαρμόζω | apply |
| ευφωνία (η) | euphonism |
| ευφωνία | euphony |
| ευφράδης,-ης,-ες | fluent |
| Εφαρμογή Ανάκτησης με Επίγνωση ΚΓΓΣ (η) | SGML-Aware Retrieval Application (SARA) |