ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
- ing αιτιατικής (το) | acc-ing |
ιεραρχία προσβασιμότητας (η) | accessibility hierarchy |
προσβάσιμος-η-ο, προσπελάσιμος,-η,-ο | accessible |
προσπελάσιμο υποκείμενο (το) | accessible subject |
σύμβαση (η) | accidence |
τυπολογικό μέρος (το) | accidence |
τυχαίο κενό (το) | accidental gap |
τυχαία λεξικά κενά (τα) | accidental lexical gaps |
συμπληρωματικότητα σημασίας (η) | accidents |
προσαρμόζω | accommodate |