ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γλωσσικό σφάλμα που έχει καθιερωθεί (η) mumpsimus
Μούντα (η) (γλώσσα) Munda
Πρότζεκτ Επισημείωσης του Μünster (MTP) (το) münster tagging project (MTP)
μόρμυρος,-η,-ο murmur
μόρμυρη φώνηση (η) murmur
μουρμουρητό (ρο) murmur
μουρμουρητό (το), γογγυσμός (ο) murmuring
μυϊκός,-ή,-ό muscular
μυϊκό σύστημα (το) musculature
μουσικός τόνος (ο) musical accent