ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πολύγλωσσος θησαυρός (ο) multilingual thesaurus
πολύγλωσσα λεξικά (τα) multilingualdictionaries
πολυγλωσσία (η) multilingualism
πολυμέσα (τα) multimedia
πολλαπλή σύνδεση (η) multiple association
πολλαπλή αιτιότητα (η) multiple causation
πολλαπλός συσχετισμός (ο) multiple correlation
πολλαπλή σύνδεση (η) multiple linking / multiple association
πολλαπλή σημασία (η) multiple meaning
πολλαπλές διεργασίες (οι) multiple processes