ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πολύγλωσσος θησαυρός (ο) | multilingual thesaurus |
πολύγλωσσα λεξικά (τα) | multilingualdictionaries |
πολυγλωσσία (η) | multilingualism |
πολυμέσα (τα) | multimedia |
πολλαπλή σύνδεση (η) | multiple association |
πολλαπλή αιτιότητα (η) | multiple causation |
πολλαπλός συσχετισμός (ο) | multiple correlation |
πολλαπλή σύνδεση (η) | multiple linking / multiple association |
πολλαπλή σημασία (η) | multiple meaning |
πολλαπλές διεργασίες (οι) | multiple processes |