ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πολυσύνθετη ανάλυση (η) / ανάλυση πολλαπλών στοιχέιων (η) | multifeature analysis |
αρχή της πολυλειτουργικότητας (η) | multifuctionallity principle |
πολυλειτουργικό λεξικό (το) | multifunctional dictionary |
πολυπλευρικός,-ή,-ό | multilateral |
πολύπλευρος-η-ο | multilateral |
πολύπλευρη σύγκριση (η) | multilateral comparison |
πολύπλευρη αντίθεση (η) | multilateral opposition |
πολύγλωσσος,-η,-ο | multilingual |
πολύγλωσσος δημιουργός πινάκων συμφραζομένων (ο) | multilingual concordancer |
πολυγλωσσικό ορολογικό λήμμα (το) | multilingual terminological entry |