ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μουσική λεξικογραφία (η) musical lexicography
μουσικός τόνος (ο) musical stress
Κρηκ (η) (γλώσσα) Muskogean
ετεροιώνω/-ομαι mutate
ετεροίωση (η) mutation
μεταλλασσόμενος,-η,-ο mutative
άηχος,-η,-ο mute
αλαλία (η) mutism
Αμοιβαία απαγόρευση (η) mutual bleeding
αμοιβαία πληροφρία (η) mutual information