ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μουσική λεξικογραφία (η) | musical lexicography |
μουσικός τόνος (ο) | musical stress |
Κρηκ (η) (γλώσσα) | Muskogean |
ετεροιώνω/-ομαι | mutate |
ετεροίωση (η) | mutation |
μεταλλασσόμενος,-η,-ο | mutative |
άηχος,-η,-ο | mute |
αλαλία (η) | mutism |
Αμοιβαία απαγόρευση (η) | mutual bleeding |
αμοιβαία πληροφρία (η) | mutual information |