ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μηχανική μετάφραση (η) mechanical translation
μηχανισμός (ο) mechanism
μηχανισμοί γλωσσικής αλλαγής (οι) mechanisms of (language) change
μεσαία (τα) (σύμφωνα) media
σπουδές για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (οι) media studies
μεσαίος,-α,-ο medial
μεσαίο ρήμα (το) medial verb
μεσαίος,-α,-ο median
διάμεση βαθμολογία (η) median
διαμεσολάβηση (η) mediation