ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μέγα-συμφυρμός (ο), υπερ-συμφυρμός (ο), πολλαπλός συμφυρμός (ο) | megablend |
υπερ-σώματα κειμένων (τα), μέγα-σώματα κειμένων (τα) | mega-corpora |
μεγαδομή | megastructure |
Μογλενίτικη (η) (γλώσσα) | Megleno-Rumanian |
μείωση (η) | meiosis |
μονάδα μέτρησης τονικού ύψους (η) | mel |
μονάδα μέτρησης τονικού ύψους (η) | mel |
βελτίωση (η) | melioration |
ήπιος,-α,-ο | mellow |
ήπιο έναντι συριστικού/στενωτικού τριβόμενου (το) | mellow vs strident |