ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μέγα-συμφυρμός (ο), υπερ-συμφυρμός (ο), πολλαπλός συμφυρμός (ο) megablend
υπερ-σώματα κειμένων (τα), μέγα-σώματα κειμένων (τα) mega-corpora
μεγαδομή megastructure
Μογλενίτικη (η) (γλώσσα) Megleno-Rumanian
μείωση (η) meiosis
μονάδα μέτρησης τονικού ύψους (η) mel
μονάδα μέτρησης τονικού ύψους (η) mel
βελτίωση (η) melioration
ήπιος,-α,-ο mellow
ήπιο έναντι συριστικού/στενωτικού τριβόμενου (το) mellow vs strident