ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πληρημικός,-ή,-ό pleremic
πλησιομορφία (η) plesiomorphy
πλησιωνυμία (η) plesionymy
Πληθυσμογράφος (ο) plethysmograph
πολυπλοκότητα (η) plexity
πλέγμα (το) plexus
έκκρουση (η) plosion
εξώθηση (η) plosion
εκτόνωση (η) plosion
εξωθητικός,-ή,-ό κλειστός,-ή,-ό plosive