ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πληρημικός,-ή,-ό | pleremic |
πλησιομορφία (η) | plesiomorphy |
πλησιωνυμία (η) | plesionymy |
Πληθυσμογράφος (ο) | plethysmograph |
πολυπλοκότητα (η) | plexity |
πλέγμα (το) | plexus |
έκκρουση (η) | plosion |
εξώθηση (η) | plosion |
εκτόνωση (η) | plosion |
εξωθητικός,-ή,-ό κλειστός,-ή,-ό | plosive |