ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σχεδιασμένη γλώσσα (η), τεχνητή/κατασκευασμένη γλώσσα (η) | planned language |
προγραμματισμός (ο) | planning |
σχεδιασμός (ο) | planning |
Σχεδιασμός (ο), προγραμματισμός (ο) | planning |
Πλαστικότητα (η) | plasticity |
υψίπεδο (το) | plateau |
υψιπέδωση (η) | plateauing |
πλατωνιστικά χαρακτηριστικά (τα) | platonistic features |
εξέλεγχος λογικοφάνειας (ο) | plausibility check |
εύλογος,-η,-ο | plausible |