ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
σχεδιασμένη γλώσσα (η), τεχνητή/κατασκευασμένη γλώσσα (η) planned language
προγραμματισμός (ο) planning
σχεδιασμός (ο) planning
Σχεδιασμός (ο), προγραμματισμός (ο) planning
Πλαστικότητα (η) plasticity
υψίπεδο (το) plateau
υψιπέδωση (η) plateauing
πλατωνιστικά χαρακτηριστικά (τα) platonistic features
εξέλεγχος λογικοφάνειας (ο) plausibility check
εύλογος,-η,-ο plausible