ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Τόπος (ο) Place (PL) / location
τοπική δείξη (η) place deixis
κόμβος τόπου (ο) place node
τόπος άρθρωσης (ο) place of articulation
στοιχείο κράτησης θέσης (το), placeholder
άτοπος,-η,-ο placeless
τοποθέτηση της γλώσσας (η) placement of the tongue
τοπωνύμιο (το) place-name
λογοκλοπή (η) plagiarism
μη μετριασμένος,-η,-ο plain