ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
λογοπαίγνιο (το) play on words
αναπαραγωγή (η) playback
πλεονασμός (ο) pleonasm
πλεοναστικός,-ή,-ό pleonastic
πλεοναστικό do (το) pleonastic do
πλεοναστική αντωνυμία (η) pleonastic pronoum
πλεοναστικός κανόνας (ο) pleonastic rule
πληρηματική (η) / πληρωματική (η) plerematics
πλήρωμα (το) plereme
πλήρημα (το) plereme