ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας (ο) plural of majesty
πληθυντικός σεμνότητας (της) plural of modesty
πληθυντικό όνομα (το) plurale tantum
πληθυντικά ονόματα (τα) pluralia tantum
πληθυντικά ονόματα (τα) pluralia tantum
πληθυντικότητα (η) plurality
ουδετεροποίηση πληθυντικού (η) plurality neutralization
όνομα/ουσιαστικό μόνο με πληθυντικό (το), πληθυντικό όνομα/ουσιαστικό (το) plural-only noun
πληθυντικοί (οι) plurals
Πολυκεντρικός-ή-ό pluricentric