ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Θεωρία Λεξικής Έννοιας και Γνωσιακού Μοντέλου (η) | LCCM Theory |
| Κοινοπραξία Γλωσσολογικών Δεδομένων (η) | LDC |
| καθοδηγητική ένδειξη (η) | lead |
| ηγούμενος τόνος (ο) | leading tone |
| φύλλο (το), τερματικός κόμβος (ο) | leaf |
| Τερματικός κόμβος (ο) | Leaf node / terminal node |
| μαθησιμότητα (η) | learnability |
| θεωρία μαθησιμότητας (η) | learnability theory |
| λόγιος σχηματισμός (ο) | learned formation |
| λόγιο δάνειο (το) | learned loan |