ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| οισοφαγικός-ή-ό | esophageal |
| εσωτερική γλώσσα (η) | esoteric language |
| εσωτερογένεια (η) | esoterogeny |
| Αγγλικά για Ειδικούς Σκοπούς (τα) | ESP |
| Λεξικό Αγγλικών για Ειδικούς Σκοπούς (το) | ESP dictionary |
| λεξικογραφία Αγγλικών για Ειδικούς Σκοπούς (η) | ESP lexicography |
| Εσπεράντο (Διεθνής Τεχνητή) | Esperanto |
| τεστ δοκιμίου (το) | essay test |
| ουσία | essence |
| ουσιώδεςχαρακτηριστικό | essential characteristic |